- υπερπεταμαι
- ὑπερπέταμαιAnth. = ὑπερπέτομαι См. υπερπετομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερπέταμαι — Α (ποιητ. τ.) (αποθ.) βλ. ὑπερπέτομαι … Dictionary of Greek
υπερπέτομαι — και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α 1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.) 2. πετώ πέρα από ένα σημείο («ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek